Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Η ΑΝΟΙΞΗ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΠΑΛΙ




“Δέμα για την κυρία Παππά”, άκουσε τη φωνή του διανομέα από το θυροτηλέφωνο της εισόδου της πολυκατοικίας. Πηγαίνοντας προς την πόρτα, στάθηκε στον καθρέφτη κι έσιαξε τα μαλλιά της, πιο πολύ από συνήθεια. Δεν την έλεγες όμορφη τη Μάρω, σίγουρα όμως ήταν κοκέτα. Στα 52 της χρόνια το πρόσωπό της ήταν αρυτίδιαστο. Τα καστανά μαλλιά της πάντα καλοχτενισμένα σε έναν χαμηλό κότσο ή μια προσεγμένη σφιχή αλογοουρά. Και φυσικά ακόμα και μέσα στο σπίτι κυκλοφορούσε καλοντυμένη και βαμμένη ελαφρά.
Παραξενεμένη περιεργάστηκε το δέμα. Το όνομα του αποστολέα δεν της έλεγε κάτι. Γιώργος Παπαδόπουλος. Πολύ συνηθισμένο αλλά εκείνη δεν ήξερε κάποιον με αυτά τα στοιχεία. “Κρυφός θαυμαστής;” αναρωτήθηκε φιλάρεσκα. Καθώς το ζύγιζε στα χέρια της της φάνηκε σαν βιβλίο. Το άνοιξε με μια κάποια ανυπομονησία. Μέσα υπήρχε ένας φάκελος και πάνω γραμμένη με κεφαλαία γράμματα η φράση “ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΑΝΟΙΞΕΙΣ ΝΑ ΚΑΘΙΣΕΙΣ”. Ξαφνικά, ένα περίεργο συναίσθημα την τύλιξε, μια αρνητική προειδοποίηση. Κάθισε στην πολυθρόνα κι έβγαλε αργά το περιεχόμενο του φακέλου. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. Εκεί μπροστά της ξετυλίχτηκε το χρονικό της προδοσίας, μιας προδοσίας διπλής. Ο άντρας της... σε διάφορες στιγμές ευτυχίας, τρυφερότητας και ξεδιαντροπιάς.... παρέα με την Ιωάννα, την νεαρή κόρη μιας γειτόνισσας, που η ίδια η Μάρω τον είχε πιέσει να προσλάβει στο μαγαζί του και της είχε ανοίξει το σπίτι της, την είχε αγαπήσει, δεν την ξεχώριζε σχεδόν από την κόρη της, την Κατερίνα της.
Μια κραυγή βγήκε από τα χείλη της, καθώς ένιωσε την αγανάκτηση να ξεχειλίζει.Έβαλε τις φωτογραφίες πίσω στο φάκελο και τον εκσφενδόνισε με δύναμη πάνω στο τζάμι. Η επόμενη σκέψη της ήταν να τις κάψει, να τις εξαφανίσει, να κάνει πως δεν τις είδε ποτέ. Όλο αυτό ήταν πολύ για να το διαχειριστεί, ίσως αν έκανε πως δεν ξέρει τίποτα και συνέχιζε τη ζωή της όπως πριν; Στο κάτω κάτω δεν της είχε λείψει κάτι και, ας μη γελιόμαστε, ο έρωτας για το Σωτήρη είχε προ πολλού σβήσει. Όμως όχι. Η αξιοπρέπειά της δεν της επέτρεπε να ζει μέσα στο ψέμα κι ο γυναικείος της εγωισμός δεν της επέτρεπε να είναι δεύτερη. Είχε ήδη πάρει την απόφασή της.
Το ίδιο βράδυ, φόρεσε το αγαπημένο της φόρεμα, στολίστηκε, άναψε κεριά κι ετοίμασε το τραπέζι για επίσημο δείπνο. Σε λίγο, βρίσκονταν μαζεμένοι και οι τρεις εκεί, ο Σωτήρης, η Μάρω κι η Ιωάννα. Αφού ήπιαν λίγο κρασί, σηκώθηκε να φέρει το φαγητό. Όταν επέστρεψε, ακούμπησε μπορστά τους από ένα πιάτο, αλλά αντί για λεμονάτο, το κυρίως γεύμα τους αποτελούσε μια ντουζίνα φωτογραφίες, δικές τους.Τους κοίταξε ειρωνικά και περίμενε. Η Ιωάννα είχε ασπρίσει και δεν τολμούσε να μιλήσει. Η αντίδραση του Σωτήρη ωστόσο πιο πολύ ανακούφιση φανέρωνε παρά ενοχή ή ντροπή. Είχε κουραστεί κι εκείνος να κρύβεται, ήθελε πια να ζήσει ελεύθερος το νέο του έρωτα.Τα λόγια που ειπώθηκαν ήταν ελάχιστα, δεν θα καταδεχόταν να ξεκατινιαστεί. Τους πέταξε έξω από το σπίτι κι από τη ζωή της σαν να πετάει μια μύγα από το ψωμί.
Από την στιγμή που έκλεισε η πόρτα πίσω τους, η Μάρω αφέθηκε στα συναισθήματά της, κατέρρευσε. Οι επόμενες μέρες και οι διαδικασίες πέρασαν σαν σκηνές από ταινία, σαν να μην την αφορούσαν. Τίποτα πια δεν την αφορούσε. Έγινε η σκιά του εαυτού της, με το ζόρι έσερνε τα βήματά της από το κρεβάτι στον καναπέ. Κλείστηκε στο σπίτι κι έπαψε να τρώει, έμεινε μισή, κυκλοφορούσε με τις πυτζάμες, αχτένιστη και συχνά έκανε μέρες να κάνει μπάνιο. Κοιτούσε μονίμως το κενό και δε μιλούσε, ούτε καν στην Κατερίνα που πάσχιζε να τη βγάλει από τη σιωπή της. Σαν να είχε πέσει σε λήθαργο, το κορμί και το μυαλό της αρνούνταν να αντιδράσουν. Έξι περίπου μήνες πέρασαν έτσι, η ζωή κυλούσε μα η Μάρω είχε ξεχάσει να ζει. Έξι μήνες, όσο ακριβώς κρατά μια χειμερία νάρκη.
Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη. Και ξαφνικά, όπως ο ήλιος βγαίνει μετά τη νύχτα και φωτίζει την πλάση, μια ηλιαχτίδα φώτισε την ψυχή της, μικρή στην αρχή σαν τη φλόγα ενός κεριού, γιγάντια φωτιά μετά από λίγο πλημμύρισε το μέσα της κι απειλούσε να την κάψει, αν δεν την απελευθέρωνε. Άνοιξε διάπλατα τα παραθυρόφυλλα, διάλεξε ένα από τα ωραιότερα ρούχα της Κατερίνας, μια και τα δικά της της έπλεαν πια, χτένισε προσεκτικά τα μαλλιά της, που είχαν ασπρίσει, τα σκέπασε με ένα πολύχρωμο μαντήλι, βάφτηκε και αποφάσισε να βγει έξω στον κόσμο. Πριν φύγει, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη κι έστειλε στον εαυτό της ένα φιλί. Άνοιξε την πόρτα κι έκανε το πρώτο δειλό, μα σίγουρο βήμα στη νέα της ζωή. Περπάτησε για ώρες σε δρόμους που πριν ούτε καν τους είχε προσέξει και ρουφούσε κάθε ήχο, κάθε εικόνα, κάθε μυρωδιά. Συνάντησε ένα γραφικό καφενείο δίπλα στη θάλασσα, διάλεξε το πιο ηλιόλουστο τραπέζι κι έκατσε. Το βλέμμα της ακολοθούσε τη νοητή γραμμή του ορίζοντα, εκεί που ενώνεται με τη γραμμή του νερού.Το μυαλό της γύρισε σε όλα όσα είχαν συμβεί. Τον αποστολέα του δέματος δεν τον γνώρισε τελικά ποτέ, αλλά για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι τίποτα από όλα αυτά πια δεν την ένοιαζε. Όποιος κι αν ήταν, της είχε αλλάξει τη ζωή. Ένα χαμόγελο στόλισε τα χείλη της. Ήταν μόλις 52 χρονών!