Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

ΛΙΓΗ ΣΤΑΧΤΗ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ - 2




Για το πρωτο μερος πατηστε εδω: http://butterflysstories.blogspot.gr/2014/06/blog-post.html



-Άκου Νεκταρία. Σε ξέρω από παιδί. Με συγχωρείς λοιπόν για το θάρρος, μα πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Δεν νομίζεις ότι πρέπει να συνέλθεις;
Στη αρχή απέμεινε να τον κοιτά παραξενεμένη. Έπειτα τα σμαραγδένια μάτια της σκούρυναν, πλημμύρισαν με θυμό. Σήκωσε το χέρι της και τον χαστούκισε.
-Πώς τολμάς; Έχασα μάνα κι αδελφό σε λίγους μήνες! Η ζωή μου κατέρρευσε! Δεν έχω τίποτα πια! Κι εσύ μου λες να συνέλθω; Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Είπε και σήκωσε ξανά το χέρι της, μα αυτή τη φορά ο Φώτης το άρπαξε και τη σταμάτησε.
-Εγώ ποιος είμαι; Σε μένα μιλάς έτσι Νεκταρία; Ξεχνάς πως μεγαλώσαμε μαζί;
 Ήταν εκτός εαυτού.
-Με συγχωρείς… είπε μετανιωμένη.
-Εμένα με συγχωρείς… Δεν ήθελα να σε πιέσω. Όμως Νεκταρία… κοίτα γύρω σου. Ο αδερφός σου έφυγε, η μάνα σου έφυγε, ο πατέρας σου είναι ένα ράκος, μην περιμένεις να δουλέψει πια, τουλάχιστον για καιρό. Κι εγώ… εγώ δεν μπορώ μονάχος μου να τα κουμαντάρω όλα αυτά. Πρέπει να με βοηθήσεις. Κρίμα είναι όλα αυτά που με τόσο κόπο έφτιαξε η οικογένειά σου να χαθούν. Κι έπειτα… Πώς θα ζήσετε; Έχεις ευθύνες πια Νεκταρία, εσύ απέμεινες μόνο… Εσύ κι εγώ…
Ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν. Είχε τόσο απορροφηθεί στον πόνο της που δεν έβλεπε τίποτα άλλο. Στη μάνα της δεν στάθηκε σαν καλή κόρη όταν έφυγε το παιδί και τώρα είχε αφήσει και τον πατέρα της μόνο να παλεύει με τις τύψεις του. Κι οι δυο οι θάνατοι στα χέρια του ήταν έλεγε. Δε θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του, έτσι έλεγε. Κι εκείνη… μια αγκαλιά παρηγοριάς δεν τον είχε πάρει. Το βιος τους το άφηνε να ρημάξει.
-Έχεις δίκιο Φώτη. Εσύ κι εγώ. Μαζί θα δουλέψουμε.
Το είπε και το έκανε. Σαν σκυλί δούλευε. Δεν λογάριαζε κούραση, δεν λογάριαζε κρύο μήτε ζέστη. Έγινε εκείνη ο άντρας του σπιτιού και πάλευε να τα φέρει βόλτα. Αποδοτική η καλλιέργεια καπνού μα ήθελε δουλειά σκληρή και μπόλικη. Κι είχε και το σπίτι να νοικοκυρεύει. Ο κύρης της κάθε μέρα χανόταν όλο και πιο πολύ, ήταν αδύναμος να κάνει το παραμικρό. Η Νεκταρία κάθε βράδυ γύριζε από τα χωράφια κατάκοπη κι αντί να ξεκουραστεί έβαζε το τσουκάλι στη φωτιά να μαγειρέψει, έπλενε και συγύριζε κι όταν πια είχε αποκάμει γονάτιζε μπροστά στο τζάκι, στα πόδια του πατέρα της, που εκεί ξημεροβραδιαζόταν σε μια παλιά κουνιστή πολυθρόνα, κι έπιανε να του ψιθυρίζει ιστορίες και θρύλους. Βάλσαμο ήταν οι ώρες αυτές και για τους δυο, πατέρα και κόρη. Ο κυρ- Θόδωρος άφηνε το μυαλό του να χαθεί στα παραμύθια της Νεκταρίας κι ήταν οι μόνες στιγμές μέσα στη μέρα που δεν έκλαιγε και δεν σιχτίριζε τον εαυτό του και τη μαύρη του τη μοίρα. Η Νεκταρία από την άλλη ένιωθε λες κι είχε πάλι απέναντί της το Μύρωνα, όπως όταν ήταν παιδί και τον νανούριζε με τραγούδια και μύθους.
Ο Φώτης την καμάρωνε. Ήξερε πως ήταν γερό σκαρί μα τέτοια δύναμη ψυχής δεν την φανταζόταν. Τη θαύμαζε και την αγαπούσε. Πάντα την αγαπούσε, μα δεν είχε βρει το θάρρος να της μιλήσει.
Πέρασε ο καιρός, ήρθε ξανά χειμώνας κι έπειτα άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο και πάλι ο χειμώνας. Ο κυρ- Θόδωρος χειροτέρευε διαρκώς, έχανε κάθε μέρα τα λογικά του. Ούτε τα παραμύθια της κόρης του τον παρηγορούσαν πια κι είχαν τα μάτια του μια λάμψη παράξενη, τρομακτική. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η Νεκταρία είχε εκμυστηρευτεί στο Φώτη πως φοβόταν μήπως κάνει καμιά τρέλα. Εκείνος την καθησύχαζε μα μέσα του ένιωθε τον ίδιο φόβο. Το κακό δεν άργησε να γίνει.
Ήταν απόγευμα, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του Φλεβάρη. Ο Φώτης κι η Νεκταρία μιλούσαν με τους εργάτες καθώς ήταν η εποχή της σποράς κι όλα ήταν έτοιμα για μια νέα σοδιά. Ξαφνικά, είδαν καπνό να ανεβαίνει στον ουρανό, μαύρο πυκνό καπνό. Κοίταξαν παραξενεμένοι να δουν από πού ερχόταν.
-Νεκταρία! Γρήγορα! Νομίζω έρχεται από το σπίτι σου!
Τρέξαν όλοι μαζί, η Νεκταρία, ο Φώτης κι οι εργάτες. Το σπίτι ήταν τυλιγμένο στις φλόγες, η φωτιά είχε απλωθεί και τριγύρω στην αυλή, στον κήπο, οι πύρινες γλώσσες έγλυφαν τα πάντα… ακόμα κι εκείνη τη συκιά, τη συκιά του Μύρωνα. Σε μια γωνιά πήρε το μάτι της τον πατέρα της, πεσμένο στα γόνατα.
-Φώτη! Ο πατέρας!
Όρμησε μέσα από την αυλόπορτα ο Φώτης και μόλις που πρόλαβε να τον τραβήξει έξω σέρνοντας, πριν η τεράστια συκιά σωριαστεί και πλακώσει τη στέγη του σπιτιού. Λαχανιασμένη η Νεκταρία έτρεξε να τον αγκαλιάσει, δυο εργάτες έβρεξαν τα χείλη του με λίγο νερό.
-Τι έκανες πατέρα; Τι έκανες;
Η φωνή της δεν είχε θυμό, μόνο απόγνωση, τίποτα άλλο.
-Γιατί με τραβήξατε; Γιατί δεν με αφήσατε να καώ; Όλα να καούν! Δεν αξίζει να ζω πια, δεν μου αξίζει ζωή μετά από αυτά που έκανα. Αφήστε με… αφήστε με…
Αυτά είπε με πόνο ψυχής ο κυρ- Θόδωρος και σφάλισε τα χείλη του. Η Νεκταρία έμεινε στο πλευρό του και  χάιδευε τα κάτασπρα πλέον μαλλιά του. Στο μεταξύ είχαν μαζευτεί κι άλλοι από το χωριό και προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά. Άλλος με το λάστιχο, άλλος με κουρελούδες, ο καθένας έδινε τη μάχη του με το πύρινο τέρας, μπας και καταφέρουν να σώσουν κάτι. Δυο ώρες αργότερα όλα είχαν τελειώσει. Τίποτα δεν έμενε όρθιο. Μόνο μαυρίλα, μαυρίλα παντού.
Η Νεκταρία έστεκε ακίνητη, ανίκανη να αντιδράσει στην τελευταία αυτή συμφορά. Ένα αεράκι φύσηξε κι η στάχτη σηκώθηκε, στροβιλίστηκε κι ήρθε κι έκατσε πάνω στα μακριά της μαλλιά. Κοίταξε ένα γύρο κι άφησε έναν αναστεναγμό. Αυτό λοιπόν είχε μείνει απ’ τη ζωή της. Από την οικογένεια της, τους ανθρώπους της, το σπίτι που μεγάλωσε αυτό μονάχα πια της έμεινε… στάχτη, τίποτα άλλο… λίγη στάχτη στα μαλλιά της…
Ένιωσε το ζεστό άγγιγμα του Φώτη στον ώμο της. Σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της, έπιασε το πρόσωπό της κι έστρεψε το βλέμμα της λίγα μέτρα πιο κει, στα δεξιά τους.
-Κοίτα. Είναι ζωντανό.
Ένα μικρό κόκκινο τριαντάφυλλο. Ένας μικρός κόκκινος ήρωας, ολάνθιστος, σαν μια σταγόνα αίμα πάνω σε ολόμαυρο καμβά.
-Αφού τα κατάφερε αυτό να επιβιώσει, θα τα καταφέρουμε κι εμείς. ..της ψιθύρισε γλυκά.
-Πώς Φώτη; Πώς; Δεν έχω άλλη αντοχή. Ο Μύρωνας, η μάνα, ο πατέρας, το σπίτι… όλα χάθηκαν…
-Σςςς. Μαζί θα τα ξαναχτίσουμε. Μαζί θα φροντίσουμε τον πατέρα σου. Μαζί θα τα κάνουμε όλα, εγώ κι εσύ. Σήκωσε το πηγούνι της κι έφερε τα μάτια της ίσια μπροστά στα δικά του.
-Φώτη… εγώ… σταμάτησε. Θυμήθηκε τα λόγια του, εκείνο το ίδιο πρωινό. «Σ’ αγαπώ Νεκταρία. Πάντα σ’ αγαπούσα. Αν το θέλεις κι εσύ, απόψε κιόλας θα μιλήσω στον πατέρα σου. Κι άμα πει το ναι, παντρευόμαστε αμέσως». Αυτά της είχε πει κι ήταν στ’ αλήθεια τόσο ξαφνικό,  δεν του είχε απαντήσει, δεν ήξερε τι να πει. Ο Φώτης το σεβάστηκε και της έδωσε χρόνο να σκεφτεί και να αποφασίσει. Δεν μπορούσε, δεν άντεχε να κρύβει άλλο τα αισθήματά του.
Στάθηκε σιωπηλή και κοίταξε το νεαρό αυτό άντρα που άπλωνε στα πόδια της την αγάπη του. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, ήταν πάντα εκεί, κοντά της, ο δικός της φύλακας άγγελος. Κι έμοιαζε αλήθεια με άγγελο, έτσι όπως πέφταν οι ξανθές του μπούκλες γύρω από το πρόσωπό του. Ναι, την αγαπούσε, αυτό ήταν σίγουρο. Κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε πραγματικά. Η πρώτη φορά που κατάλαβε.
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της κι άφησε ένα απαλό, ανεπαίσθητο φιλί στα χείλη του. Την ίδια στιγμή τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα.
-Ναι! Μαζί. Πάντα μαζί από εδώ και πέρα. Μαζί μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Το είπε και το πίστευε.
Πλησίασαν τον κυρ- Θόδωρο που είχε απομείνει σιωπηλός να κοιτάζει το κενό.
-Πάμε πατέρα. Τον σήκωσε με τη βοήθεια του Φώτη. Πάμε να ξεκουραστούμε. Έχουμε μια ζωή να ξαναχτίσουμε. Από αύριο…
Άφησαν πίσω τους το καμένο σπίτι, τη συκιά, τις κακές αναμνήσεις κι έφυγαν αγκαλιασμένοι οι τρεις τους, μια καινούργια οικογένεια. Ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να δύει πάνω από τα χωράφια με το φρεσκοσπαρμένο καπνό.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

ΛΙΓΗ ΣΤΑΧΤΗ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ



-Εγώ θα πάω! Στύλωσε τα πόδια κάτω ο Μύρωνας κι άλλη μιλιά δεν έβγαλε εκείνο το βράδυ. Αύγουστος του 1952. Θα’ ταν δεν θα ‘ταν 14 χρονών, μα την απόφαση την είχε πάρει. Χαμένες οι απειλές του πατέρα, χαμένα και τα παρακάλια της μάνας.
-Πού θα πας παιδάκι μου; Πού θα ξενιτευτείς; Το κύμα κι η αρμύρα θα σε φάνε… και δώστου κλάμα η κυρά Ευτέρπη και να τα τάματα στην Παναγιά…
Του κάκου. Έτσι ήταν από παιδάκι, επίμονος κι αγύριστο κεφάλι. Τι κι αν ο πατέρας από αυτόν περίμενε να τον ξεκουράσει, μεγάλωσε πια πόσο να δουλεύει στα χωράφια, τι κι αν τα καπνά ήταν ανέκαθεν η δουλειά της οικογένειας, η σίγουρη, αυτή που ανέθρεψε 4 γενιές, αυτή που κι εκείνον τον είχε αναθρέψει… Αυτουνού η καρδιά χτυπούσε αλλιώτικα, αυτός γεννήθηκε θαλασσινός, η ανάσα του μύριζε αλάτι, η ψυχή του λαχταρούσε να ταξιδέψει, να χαθεί μέσα στο απέραντο του ωκεανού.
Το κακό είχε ξεκινήσει όταν ήταν μόλις 7 χρονών, ότι είχε μάθει να διαβάζει. Ο νονός του, που ήταν ο δάσκαλος του χωριού, του έκανε δώρο ένα βιβλίο, που είχε και λόγια μα και εικόνες. «Οδύσσεια» έγραφε ο τίτλος και τα ματάκια του έλαμψαν από χαρά μόλις το κράτησε στα χέρια του. Από τη μέρα εκείνη, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, κάτω από τη συκιά στην αυλή, αυτήν που είχε φυτέψει ο παππούς του τη μέρα που γεννήθηκε ο Μύρωνας, αγκαλιά με το νέο του θησαυρό, να διαβάζει και να βλέπει, να βλέπει και να διαβάζει, να ρουφάει αχόρταγα τις σελίδες. Μια μέρα είπε σοβαρά σοβαρά στον πατέρα του πως όταν μεγαλώσει θα γίνει ναυτικός. Έξαλλος ο κυρ- Θόδωρος, άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια του κι άρχισε να ουρλιάζει.
-Αυτό δεν θα το ξαναπείς ποτέ! ΠΟΤΕ! Το κατάλαβες; Εμείς είμαστε αγρότες, καπνά βγάζουμε εμείς όχι ψάρια! Κι αυτό εδώ που σου φουντώνει τα μυαλά, να το ξεχάσεις!
Και με μια κίνηση έκανε κομμάτια την « Οδύσσεια» μπροστά στα τρομαγμένα μάτια του Μύρωνα, που ξέσπασε σε κλάματα. Πολύ αργά… Η ζημιά είχε ήδη γίνει. Το βιβλίο το είχε μάθει απ’ έξω. Δεν χρειαζόταν να το διαβάσει ξανά. Έκλεινε τα μάτια και στη στιγμή βρισκόταν στο νησί τον Λαιστρυγόνων, άκουγε το τραγούδι των Σειρήνων ή πάλευε με τον Κύκλωπα Πολύφημο. Τα βράδια στον ύπνο του μεταμορφωνόταν ο ίδιος σε Οδυσσέα, σε αιώνιο και θαρραλέο περιπλανητή, τράβαγε με δύναμη το κουπί, σήκωνε τα πανιά κι αρμένιζε. Ούτε την οργή του Ποσειδώνα τη φοβόταν, ούτε τις Συμπληγάδες Πέτρες. Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη και στα πέρατα του κόσμου θα πήγαινε, αρκεί να ταξιδεύει. Αρκεί να ακούει τη γλυκιά της φωνή, να την αγγίζει και να νιώθει το σύγκρυο σε όλο του το κορμί. Έρωτας η θάλασσα, του ‘καψε τα σωθικά και δεν θα ξεριζωνόταν από μέσα του μέχρι να τη δαμάσει και να δαμαστεί.
Κουβέντα δεν ξανάνοιξε για το θέμα αυτό με κανέναν. Μόνο η αδερφή του η Νεκταρία ήξερε για αυτά του τα όνειρα. Όχι δηλαδή πως της τα είχε πει, αλλά να… τον άκουγε συχνά τα βράδια να παραμιλάει. Όταν τον ρώτησε την ξόρκισε να μη μιλήσει ποτέ. Τον αγαπούσε πολύ, ποτέ δεν θα τον πρόδιδε. Ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερή του, μα πιο πολύ σαν μάνα του ήταν παρά σαν αδερφή. Λείπαν οι γονείς όλη μέρα στα χωράφια, αυτή τον έπλενε, αυτή τον τάιζε, τον κοίμιζε, όλα αυτή. Πώς θα μπορούσε να του αρνηθεί; Κι ας έτρεμε το φυλλοκάρδι της πως θα ερχόταν μια μέρα που θα άντρευε το αγοράκι της και τότε κανείς δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει…
Κι ήρθε αυτή η μέρα. Σαν βόμβα έπεσε στο σπίτι η είδηση. Ζητούσαν λέει νέους για μούτσους σε κάτι μεγάλα καράβια που γυρίζαν όλο τον κόσμο μεταφέροντας σιτηρά. Λίγα τα λεφτά, πολλοί οι κίνδυνοι, μα σίγουρη και μόνιμη δουλειά. Ο Μύρωνας είχε δηλώσει το όνομά του στη λίστα για να μπαρκάρει, αλλά ήταν ανήλικος, έπρεπε να υπογράψει ο κυρ- Θόδωρος , μα ούτε να το ακούσει! Να αφήσει το μοναχογιό του να θαλασσοδέρνεται; Να υπογράψει με το χέρι του την καταστροφή του; Δεν υπήρχε περίπτωση! Ανένδοτος! Μα ανένδοτος κι ο Μύρωνας. Έπαψε να τρώει, έπαψε να μιλάει, κλείστηκε μέρες στο δωμάτιό του, έρεψε, η σκιά του εαυτού του έγινε. Τα βράδια που πέφταν για ύπνο, η Νεκταρία τον αγκάλιαζε τρυφερά.
-Εγώ θα πάω Νεκταρία. Άμα δεν πάω θα πεθάνω!
-Και θα μ’ αφήσεις Μύρωνά μου; Εμένα, που είσαι η ζωή μου;
-Θα πεθάνω σου λέω! Να πεθάνω θες;
Αναστέναζε η Νεκταρία από τον καημό, αναστέναζε κι η μάνα που έβλεπε το παιδί της να λιώνει, αναστεναγμό τον αναστεναγμό, δεν άντεξε κι ο κυρ- Θόδωρος κι έβαλε τη τζίφρα του.
Φτερά στα πόδια φόρεσε ο Μύρωνας, να τρέξει να προλάβει, να δώσει το χαρτί της έγκρισης, αυτό που θα άνοιγε την πόρτα στον πόθο του.
Σαν έφτασε η μέρα να φύγει, μάνα και πατέρας τον φίλησαν σταυρωτά, του έδωσαν την ευχή τους κι ένα μικρό κομπόδεμα, μη και χρειαστεί κάτι εκεί που θα ‘ναι μακριά τους.
Η Νεκταρία τον κρατούσε σφιχτά στον κόρφο της κι έτρεχε ποτάμι το δάκρυ. Τον φιλούσε ξανά και ξανά κι όλο τον αγκάλιαζε. Του πέρασε στο λαιμό ένα μικρό σταυρό, τον βαφτιστικό της για να τον φυλάει.
-Πού πας αγοράκι μου; Που πάς θησαυρέ μου; Πού μ’ αφήνεις; Του ψιθύριζε όλο παράπονο. Πρόσεχε! Να μου υποσχεθείς πως θα προσέχεις… Αυτές ήταν οι τελευταίες της κουβέντες. Και δεν ήταν απλά η συμβουλή μιας ανήσυχης αδερφής. Είχε ένα κόμπο στο στομάχι, μια αίσθηση κακού που την πλησίαζε γοργά και αναπόφευκτα. Έδιωξε από το μυαλό της τις μαύρες σκέψεις και τον αποχαιρέτισε με ένα τελευταίο φιλί. Καθώς ξεμάκραινε, ο κόμπος στα σωθικά της γινόταν πιο έντονος.
 Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε. Μια βδομάδα μετά που έφυγε ο Μύρωνας, ήρθε και φώλιασε στην κουζίνα του σπιτιού ένα περιστέρι λευκό. Στεκόταν στο δοκάρι πάνω από την πόρτα και δεν κουνιόταν. Τρεις μέρες έμεινε εκεί, ώσπου ένα πρωί άνοιξε τα φτερά του και πέταξε μακριά. Η Νεκταρία το κοιτούσε έντρομη. «Θανατικό! Παναγιά μου, θανατικό μας πλησιάζει» σκεφτόταν κι έφτυνε τον κόρφο της, μα δεν τολμούσε να το ξεστομίσει. «Αν δεν το πω μπορεί να το ξορκίσω». Το ίδιο βράδυ είδε το πιο παράξενο όνειρο. Ήταν λέει καταμεσής των χωραφιών τους, μα ήταν στέρφα. Φορούσε ένα φουστάνι λευκό κι είχε λυτά τα καστανά μαλλιά της. Τα πράσινα μάτια της ήταν κλειστά κι αυτή στριφογυρνούσε, στροβιλιζόταν σε μια άγνωστη μελωδία που ακουγόταν μακρινή. Ξάφνου, τα χωράφια άρχισαν να γεμίζουν με νερό, ορμητικό νερό που γέμιζε τα πάντα γύρω της, την πλησίαζε σαν χείμαρρος, απειλώντας να την πνίξει. Και τότε το φόρεμα της έγινε μαύρο και τα χέρια της γέμισαν αίμα. Ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα κι άρχισε να ουρλιάζει το όνομα του αδερφού της. Την άλλη μέρα τους φέραν τα μαντάτα. Το καράβι είχε πέσει σε μεγάλη τρικυμία στα ανοιχτά, στο δρόμο προς την Ιταλία. Στην προσπάθειά του να κλείσει ένα από τα πανιά, τον χτύπησε το κατάρτι κι ο Μύρωνας βρέθηκε στη θάλασσα. Τα κύματα ήταν τεράστια, κανείς δεν πρόλαβε να τον βοηθήσει, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου είχε χαθεί από τα μάτια τους, τον κατάπιε η θάλασσα.
-Παιδί μουυυυυ!!!!! Όοοχιιιι!  Ούρλιαξε η μάνα μόλις το άκουσε, έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια της, κατέρρευσε σε μια πολυθρόνα κι άρχισε να χτυπάει το κεφάλι της με τα χέρια της και να κλαίει γοερά. Ο πατέρας έπιασε να βλαστημάει και να κατηγορεί τον εαυτό του που έβαλε την αναθεματισμένη υπογραφή και τώρα πάει το αγοράκι του, το μονάκριβό του.
Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Ποια κηδεία δηλαδή, ένα άδειο κουστούμι βάλανε στο φέρετρο, ούτε το κορμάκι του δεν είχανε να το θάψουν όπως του έπρεπε.
Η Νεκταρία δεν μίλησε ούτε έκλαψε. Ανέκφραστα κοιτούσε το κενό και μόνο πού και πού μουρμούραγε μέσα από τα δόντια της, σχεδόν ψιθυριστά.
-Φόνισσα. Μου τον πήρες φόνισσα. Πανάθεμά σε…
Αργότερα θυμόταν πως σκεφτόταν πόσο άδικο ήταν, πόσο σκληρή ήταν μαζί της η ζωή. Αλοίμονο, δεν φανταζόταν πόσο σκληρή ακόμα μπορούσε να γίνει…
Δεκαεννιά χρονών στα είκοσι, ένα δροσερό λουλούδι, έτοιμο να ανοίξει τα πέταλά του για να το μυρίσει ο έρωτας κι όμως αυτή μαράζωνε, μαραινόταν κάθε μέρα πιο πολύ. Η μάνα και ο πατέρας κάθε πρωί φεύγαν αχάραγα για τα χωράφια και γύριζαν το δείλι. Αυτή απέμενε μονάχη της στο άδειο σπίτι, ξάπλωνε στο κρεβάτι του Μύρωνα, αγκάλιαζε τα ρούχα του, λίγο να νιώσει τη μυρωδιά του. Ούτε ξεμύτιζε πια, ούτε στην πλατεία του χωριού δεν πήγαινε τις Κυριακές, έμοιαζε λες κι ο χρόνος να σταμάτησε σε κείνη την καταραμένη μέρα. Μα οι συμφορές της δεν είχαν τελειώσει…
Μεσημέρι ήταν κι είχε αποκοιμηθεί στο μαξιλάρι του αδερφού της που είχε μουσκέψει με τα δάκρυά της. Τον ύπνο της έκοψαν οι φωνές, δυνατές φωνές και χτυπήματα στην πόρτα. Άνοιξε ξαφνιασμένη κι είδε την κυρά Μαρία του φούρναρη αλαφιασμένη και κάτωχρη.
-Τρέχα Νεκταρία! Τρέχα στα χωράφια! Η μάνα σου!
Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα της κι είχε ήδη φύγει. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά ήταν ήδη εκεί. Δεν άντεξε αυτό που αντίκρισε. Η μάνα της πεσμένη χάμω, από πάνω ο πατέρας να την κρατάει στα χέρια του, να υψώνει τα μάτια στο Θεό, να φωνάζει  «Γιατί;;;; Γιατί Θεέ μου; Γιατί δεν πήρες εμένα; Γιατί μου στέλνεις τόσο πόνο; Γιατίιιιι;;;», γύρω συγχωριανοί και… αίμα, αίμα παντού. Έκανε να τρέξει κοντά τους, μα ο Φώτης, ένας από τους εργάτες του κυρ- Θόδωρου μπήκε μπροστά και την εμπόδισε.
-Μην πάς Νεκταρία. Δεν θέλεις να το δεις αυτό.
-Άσε με! Ούρλιαζε και χτυπούσε χέρια και πόδια στον αέρα, καθώς ο Φώτης τη σήκωσε να την απομακρύνει.
-Δε σ’ αφήνω! Δεν θα πας!  Την αγκάλιασε σφιχτά και την άφησε να κλάψει, να ξεσπάσει…
Την κυρά Ευτέρπη την είχε βρει ο θάνατος εντελώς απρόσμενα και τόσο μα τόσο τραγικά! Χωμένη και σκυμμένη ήταν μέσα στα καπνά, ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε κάτω από τις ρόδες του τρακτέρ. Το τρακτέρ το οδηγούσε ο κυρ- Θόδωρος. Ένιωσε το τράνταγμα και σταμάτησε, έκανε πίσω… μα ήταν πια αργά…
Οι επόμενες μέρες κύλησαν χωρίς καλά καλά να το καταλάβει. Τα της κηδείας τα ανέλαβε όλα ο Φώτης. Ήταν ο επιστάτης στα χωράφια μα ακόμα παραπάνω ήταν ο πιο δικός τους άνθρωπος, σαν παιδί του τον είχε ο κυρ- Θόδωρος. Σαν φάντασμα του εαυτού της, σαν να παρακολουθούσε τη ζωή της από απόσταση, κινιόταν μηχανικά. Ο Φώτης της έδωσε λίγο χρόνο κι έπειτα πήγε ένα πρωί να τη βρει.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...