Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ - 13





13. Σκοτεινά Ερωτήματα

Ο Χρήστος σάστισε. Αυτό που περίμενε, που ονειρευόταν όλα αυτά τα χρόνια και πίστευε πως ποτέ δεν θα συμβεί, συνέβαινε αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Την πιο απίθανη στιγμή, ανάμεσα σε χίλια δύο ερωτηματικά, η γυναίκα αυτή στεκόταν απέναντί του και του εξέφραζε τον πόθο της με τον πιο ξεκάθαρο δυνατό τρόπο. Μα γιατί; Γιατί τώρα; Γιατί ποτέ πριν δεν του είχε αφήσει ούτε μία, ούτε την παραμικρή υπόνοια πως θα μπορούσε να τον δει ως κάτι άλλο, εκτός από φίλο, από αδερφό; Κι όλα αυτά τα παράξενα ότι θα τη μισήσει κι ότι του έχει κρύψει πράγματα τι είναι; Πολλά τα ερωτήματα που με ταχύτητα αστραπής διαδέχονταν το ένα το άλλο μέσα στο θολωμένο μυαλό του. Μα το μυαλό χωράει σε ζητήματα καρδιάς; Η γυναίκα που ήθελε όσο καμία άλλη ήταν εκεί και του πρόσφερε τον εαυτό της! Αν και ένιωθε έναν τεράστιο κίνδυνο να τον πλησιάζει, αγνόησε εντελώς το ένστικτό του κι αφέθηκε. Η στιγμή αυτή δεν ήταν για ερωτήσεις και δισταγμούς. Η στιγμή αυτή ήταν δική τους, δεν υπήρχε τίποτα άλλο, μόνοι εκείνοι, ο Χρήστος και η Μαίρη του. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε απαλά τα χείλη της. Κάθε αντίσταση κάμφθηκε αυτόματα μόλις το δέρμα του ήρθε σε επαφή με το δικό της. Η επόμενη στιγμή τους βρήκε αγκαλιασμένους, παραδομένους σε ένα βαθύ φιλί, σε ένα πάθος παράφορο, την άγγιζε και τη φιλούσε σε κάθε ελεύθερο σημείο του κορμιού της, με τα δάχτυλα, τα χείλη, τη γλώσσα, τα δόντια του. Φορώντας ακόμα τα περισσότερα ρούχα τους, γλίστρησε μέσα της με έναν τρόπο σχεδόν απόκοσμο. Η Μαίρη ανάσαινε γρήγορα και κάθε λίγο ένας μικρός αναστεναγμός έφευγε από τα χείλη της και ψιθύριζε το όνομά του. Τη στιγμή που τελείωσε, ένιωσε πως αν πέθαινε εκείνη την ώρα θα ήταν ευτυχισμένος. Η Μαίρη του χαμογέλασε γλυκά και χώθηκε στην αγκαλιά του.
-Ξέρεις πόσο καιρό το περίμενα αυτό; Τη ρώτησε
- Εγώ να δεις!.... του απάντησε ξαφνιάζοντάς τον.
- Μα, τότε γιατί ποτέ δε μου μίλησες; Δεν μπορεί να μην είχες καταλάβει τι ένιωθα για σένα!...
-Δεν ξέρω… για πολλούς λόγους… όταν έφυγες, φοβήθηκα, όλη αυτή η ιστορία με το Στέφανο με είχε τρομάξει, δεν ήξερα αν μπορούσα να ανταπεξέλθω, κόλωσα, έμεινα πίσω… Το ξέγραψα από το μυαλό μου εντελώς το να είμαστε μαζί. Μετά ήρθε ο Γιώργος…
-Τον αγαπάς;
Του απάντησε με ένα στεναγμό απελπισίας.
-Τον αγάπησα… πολύ. Αλλά ο Γιώργος, ο Γιώργος μου, δεν υπάρχει, ποτέ δεν υπήρξε, ήταν όλα ένα ψέμα.
-Τώρα είναι που δεν καταλαβαίνω απολύτως τίποτα!
-Θα καταλάβεις αμέσως. Μόνο που θα πρέπει να γυρίσουμε μερικούς μήνες πίσω και να σου διηγηθώ μια απίθανη ιστορία που θα σου λύσει πολλές απορίες, κυρίως για τις αλλαγές επάνω μου.
-Είμαι όλος αυτιά! Απάντησε με αληθινό ενδιαφέρον ο Χρήστος. Φυσικά, όσα θα άκουγε δεν θα μπορούσε ποτέ να τα φανταστεί.

Αθήνα

Ο Ιωσήφ σκεφτόταν και πάλι τη Μαίρη και πώς είχε χάσει τα ίχνη της. Ουσιαστικά, δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου να ασχοληθεί περεταίρω, καθώς οι απανωτές δολοφονίες τον απασχολούσαν σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο. Παρόλα αυτά είχε επιχειρήσει να επικοινωνήσει μαζί της και τηλεφωνικά και μέσω e-mail, αλλά δεν κατόρθωσε να την βρει. Θυμόταν την ημέρα που είχε πάει στο σπίτι της, λίγο μετά την ανακάλυψη του πτώματος στην Πεντέλη. Ύστερα από άπειρες αποτυχημένες προσπάθειες, είχε αποφασίσει να εμπιστευθεί το αστυνομικό ένστικτο που τον προειδοποιούσε ότι η Μαίρη είχε μπλέξει άσχημα και πιθανώς κινδύνευε και να κάνει κάτι δραστικό. Όταν έφτασε, φαινομενικά, όλα ήταν ήρεμα, αλλά στον αέρα πλανιόταν μια ατμόσφαιρα βαριά. Πλησίασε προσεκτικά στην εξώπορτα κι έσκυψε να αφουγκραστεί αν κάποιος ήταν μέσα. Δεν άκουσε κάτι κι έτσι παραβίασε με την ταυτότητά του την κλειδαριά. Μπαίνοντας στο σαλόνι, μπορούσε κανείς να αντιληφθεί πως κανείς δεν είχε πατήσει στο σπίτι εδώ και μέρες. Η σκόνη είχε κάνει ένα παχύ στρώμα πάνω στα έπιπλα, ενώ ο χώρος μύριζε έντονα κλεισούρα. Ο Ιωσήφ άρχισε να ψαχουλεύει κάθε σπιθαμή του σπιτιού, ψάχνοντας το παραμικρό στοιχείο, ο,τιδήποτε θα μπορούσε να του δώσει μια ιδέα για το πού βρισκόταν η Μαίρη και αν ήταν καλά. Κανονικά, θα έπρεπε όπου να 'ναι να γεννήσει. Ήταν από μικροί πολύ δεμένοι, ήταν εντελώς αφύσικο να μην τον έχει ενημερώσει, να μην του έχει καν τηλεφωνήσει. Τι διάολο, εδώ λέγανε να γίνει εκείνος νονός! Έπρεπε να τη βρει και να την προειδοποιήσει. Εφόσον ο νεκρός ήταν ο Γιώργος, με τη Μαίρη ποιος ήταν; Και κυρίως πού την είχε;
Από τότε είχαν περάσει μήνες και ο Ιωσήφ δεν είχε καταφέρει να μάθει το παραμικρό. Τόσο ο Γιώργος όσο και η Μαίρη είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης. Οι δολοφονίες αυξάνονταν, ο Ιωσήφ πάσχιζε να εξιχνιάσει κάθε έγκλημα, στην ουσία πάσχιζε να βρει τη σύνδεση ανάμεσά τους, γιατί ήταν σίγουρος πως υπήρχε σύνδεση. Όμως, ταυτόχρονα, έκανε τα αδύνατα δυνατά να βρει την ξαδέρφη του. Είχε πλέον απελπιστεί, μέχρι που εκείνο το πρωί, ανοίγοντας τον υπολογιστή του είδε στα εισερχόμενα την ηλεκτρονική διεύθυνση της Μαίρης. Το μήνυμα δεν είχε θέμα ούτε και περιεχόμενο. Ήταν μόνο μια φωτογραφία. Ένα σπίτι διώροφο, με κεραμίδια και κήπο. Αυτό σίγουρα δεν ήταν στην Αθήνα. Ξαφνικά στην εικόνα άρχισε να αναβοσβήνει με τεράστια κόκκινα γράμματα η λέξη «ΒΟΗΘΕΙΑ»! Ο Γιώργος πετάχτηκε ως το ταβάνι! Τι σήμαινε πάλι αυτό; Γιατί του ζητούσε βοήθεια; Πού ήταν; Ξαφνικά, θυμήθηκε ότι αυτό το σκηνικό το έχει ξαναδεί. Έψαξε στα παλιότερα e-mail της ξαδέρφης του. Διάνα! Μια φωτογραφία που του είχε στείλει πριν από 2 χρόνια, εκείνη, ο Χρήστος και στην αγκαλιά της ο Στέφανος. Το σπίτι του Χρήστου στην Ξάνθη. Σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε βιαστικά έναν αριθμό.
-Έλα, ο Ιωσήφ είμαι. Σε μια ώρα να είσαι εδώ, φεύγουμε για Ξάνθη. Και μην πεις σε κανέναν τίποτα! Είναι διαταγή!

Την ίδια στιγμή στην Ξάνθη

Η Μαίρη μόλις είχε τελειώσει την εξιστόρηση στο Χρήστο της τρελής αυτής ιστορίας, από τη στιγμή που λιποθύμησε στο εστιατόριο, τα βασανιστήρια, την αποκάλυψη της αληθινής ταυτότητας του Γιώργου, της γέννας, μέχρι και τη στιγμή που την είχε βρει αναίσθητη δίπλα από τη σκάλα. Ο Χρήστος την κοιτούσε άφωνος. Πόσο πιο απίστευτη μπορεί να γινόταν πια αυτή η περιπέτειά τους! Κι άθελά του είχε σύρει και τη Μαίρη σε όλο αυτό. Εκείνος εντάξει, είχε κάνει μια επιλογή, όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες δεν είχε σημασία, ήταν η δική του επιλογή! Η Μαίρη όμως τι έφταιγε; Γιατί να τα περάσει όλα αυτά; Έσκυψε, την αγκάλιασε κι άφησε ένα φιλί στα μαλλιά της.
-Δεν με μισείς μετά από όσα έμαθες;
-Να σε μισήσω; Αν είναι δυνατόν εγώ να μισήσω εσένα! Καταλαβαίνω... δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς, δεν είχες επιλογή...
Η Μαίρη αναστέναξε. Με το δεξί της χέρι κάτι ψαχούλεψε στην τσέπη του παλτό της.
-Τώρα όμως, σίγουρα θα με μισήσεις, είπε και κάρφωσε στο λαιμό του Χρήστου ένα μαχαίρι.
Το τελευταίο που είδε ήταν τα γουρλωμένα μάτια του να την κοιτάζουν με απορία, καθώς το αίμα ανάβλυζε σαν νερό από συντριβάνι.
-Λυπάμαι, ψιθύρισε με δάκρυα στα μάτια και βγήκε από το αυτοκίνητο.